- ποτιστάζω
- ποτιστάζω1 distil met. οἷς ποτε πρώτοις ἐλαυνόντεσσιν ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν (vv. ll. ποτιστάζει, -στάξει) O. 6.76
πραὺν δ' Ἰάσων μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον P. 4.137
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πραὺν δ' Ἰάσων μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον P. 4.137
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ποτιστάζω — Α (δωρ. τ.) προσστάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + στάζω] … Dictionary of Greek
ποτιστάξῃ — ποτιστάζω aor subj mid 2nd sg ποτιστάζω aor subj act 3rd sg ποτιστάζω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτιστάζων — ποτιστάζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσστάζω — και δωρ. τ. ποτιστάζω Α στάζω επί πλέον πάνω σε κάτι, επισταλάζω κάτι ακόμη … Dictionary of Greek